διασταυρώνω

διασταυρώνω
(AM διασταυρῶ, -όω)
νεοελλ.
1. τοποθετώ αντικείμενα ώστε να σχηματίζουν σταυρό
2. φρ. α) «διασταύρωσαν τα ξίφη» — μονομάχησαν
β) «διασταυρώνω πληροφορίες, απόψεις κ.λπ.» — μαθαίνω και συγκρίνω
γ) «διασταυρώνονται δρόμοι, γραμμές κ.λπ.» — τέμνονται και σχηματίζουν ορθή ή περίπου ορθή γωνία
δ) «διασταυρώθηκαν τα βλέμματά τους» — κοίταξαν για λίγο ο ένας τον άλλο, ενώ ακολουθούσαν αντίθετη πορεία ή κάθονταν αντικριστά
αρχ.
οχυρώνω με σταύρωμα, με τάφρο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διασταυρώνω — διασταυρώνω, διασταύρωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διασταυρώνω — διασταύρωσα, διασταυρώθηκα, διασταυρωμένος 1. τοποθετώ σταυρωτά: Στην ξιφομαχία, οι αντίπαλοι διασταυρώνουν τα ξίφη τους. 2. το παθ., διασταυρώνομαι τέμνομαι, συναντιέμαι σε ορθή γωνία: Σταυροδρόμια ονομάζονται τα σημεία όπου διασταυρώνονται οι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδιασταύρωτος — η, ο [διασταυρώνω] 1. αυτός που δεν διασταυρώνεται, που δεν συναντάται ή δεν ενώνεται με άλλον («αδιασταύρωτες πληροφορίες») 2. (Βιολ.) αυτός που δεν υποβλήθηκε σε τεχνητή επιμιξία, σε διασταύρωση με άλλη φυλή ή άλλο είδος για βελτίωση τών… …   Dictionary of Greek

  • εναλλάσσω — (AM ἐναλλάσσω, Α αττ. τ. ἐναλλάττω) νεοελλ. 1. αλλάζω αμοιβαία, διαδοχικά 2. εκτελώ κάτι μαζί με άλλον, διαδοχικά, εκ περιτροπής 3. διαδέχομαι άλλον στη σειρά 4. (αμτβ.) αντικαθιστώ 5. (η παθ. μτχ. ενεστ. ως επίθ.) εναλλασσόμενος, η, ο 1. αυτός… …   Dictionary of Greek

  • χιάζω — (I) ΝΜΑ, και ιων. τ. χιέζω Α [χεῑ/χῑ] 1. χαράζω γραμμές που διασταυρώνονται σε σχήμα Χ 2. τέμνω σε σχήμα Χ νεοελλ. 1. τοποθετώ σταυροειδώς, διασταυρώνω 2. θέτω το σημείο Χ για την επισήμανση νόθου ή αμφίβολου χωρίου σε έγγραφο αρχ. 1. (ρητ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”