- διασταυρώνω
- (AM διασταυρῶ, -όω)νεοελλ.1. τοποθετώ αντικείμενα ώστε να σχηματίζουν σταυρό2. φρ. α) «διασταύρωσαν τα ξίφη» — μονομάχησανβ) «διασταυρώνω πληροφορίες, απόψεις κ.λπ.» — μαθαίνω και συγκρίνωγ) «διασταυρώνονται δρόμοι, γραμμές κ.λπ.» — τέμνονται και σχηματίζουν ορθή ή περίπου ορθή γωνίαδ) «διασταυρώθηκαν τα βλέμματά τους» — κοίταξαν για λίγο ο ένας τον άλλο, ενώ ακολουθούσαν αντίθετη πορεία ή κάθονταν αντικριστάαρχ.οχυρώνω με σταύρωμα, με τάφρο.
Dictionary of Greek. 2013.